-
1 ατυχία
ἀτυχίᾱ, ἀτυχίαfem nom /voc /acc dualἀτυχίᾱ, ἀτυχίαfem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀτυχίαι, ἀτυχίαfem nom /voc plἀτυχίᾱͅ, ἀτυχίαfem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ἀτυχία
Βλ. λ. ατυχία -
3 ἀτυχίᾳ
Βλ. λ. ατυχία -
4 ἀτυχία
-ας ἡ N 1 0-0-0-0-2=2 2 Mc 12,30; 14,14failure, ill luck -
5 ατυχία
distressΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ατυχία
-
6 ατυχίας
-
7 ἀτυχίας
-
8 ατυχίαι
-
9 ἀτυχίαι
-
10 ατυχίαν
-
11 ἀτυχίαν
-
12 ατυχιών
-
13 ἀτυχιῶν
-
14 ατυχίαις
-
15 ἀτυχίαις
-
16 ατυχίαισι
-
17 ἀτυχίαισι
-
18 ατυχίη
-
19 ἀτυχίη
-
20 ατυχίην
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀτυχία — ἀτυχίᾱ , ἀτυχία fem nom/voc/acc dual ἀτυχίᾱ , ἀτυχία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτυχίᾳ — ἀτυχίαι , ἀτυχία fem nom/voc pl ἀτυχίᾱͅ , ἀτυχία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατυχία — (atychia). Γένος εντόμων της οικογένειας των νυκτιιδών. Ζουν στη Ν Ευρώπη, κυρίως στις παραμεσόγειες χώρες. Οι κάμπιες τους προκαλούν μεγάλες ζημιές στα αμπέλια, κατατρώγοντας τα φύλλα, τα βλαστάρια και όλο το πράσινο μέρος τους. Γεννούν πολλά… … Dictionary of Greek
ατυχία — η έλλειψη τύχης, κακοτυχία: Είχε την ατυχία να χάσει μικρός τον πατέρα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀτυχίας — ἀτυχίᾱς , ἀτυχία fem acc pl ἀτυχίᾱς , ἀτυχία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτυχίαι — ἀτυχία fem nom/voc pl ἀτυχίᾱͅ , ἀτυχία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτυχίαν — ἀτυχίᾱν , ἀτυχία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτυχιῶν — ἀτυχία fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτυχίαις — ἀτυχία fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτυχίαισι — ἀτυχία fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτυχίη — ἀτυχία fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)